- τρισάναξ
- -ακτος, ό, θηλ. τρισάνασσα, Μ1. ο αληθινός και πραγματικός και μόνος βασιλιάς2. το θηλ. ἡ τρισάνασσα(για τη Θεοτόκο) η μόνη αληθινή βασίλισσα, η μητέρα τού θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι*, ἄναξ «άρχοντας, βασιλιάς»].
Dictionary of Greek. 2013.